- θηροσκόπος
- θηροσκόποςlooking out for wild beastsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηροσκόπος — θηροσκόπος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, τερα σκόπος] … Dictionary of Greek
θηροσκόπε — θηροσκόπος looking out for wild beasts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροσκόποι — θηροσκόπος looking out for wild beasts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek